νεκρανάσταση

νεκρανάσταση
[-ις (-εως)] η
1) воскресение из мёртвых; оживание; 2) перен. воскрешение, возрождение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "νεκρανάσταση" в других словарях:

  • νεκρανάσταση — η (Μ νεκρανάστασις) 1. η επάνοδος από τον θάνατο στη ζωή, η ανάσταση εκ νεκρών, η αναβίωση 2. η Δευτέρα Παρουσία νεοελλ. 1. (για θεσμούς ή καταστάσεις που αφανίστηκαν ή παρήκμασαν) επάνοδος στην ακμή, στη ζωή, στη δράση 2. αναγέννηση,… …   Dictionary of Greek

  • νεκρανάσταση — η 1. η επάνοδος από το θάνατο στη ζωή. 2. η αναζωογόνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεκρέγερση — η (Α νεκρέγερσις) η νεκρανάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + ἔγερσις] …   Dictionary of Greek

  • νεκρεγερσία — η (ΑΜ νεκρεγερσία) [νεκρεγέρτης] η νεκρανάσταση …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»